- εὐρυχαίτας
- εὐρῠχαίτας1 with flowing hair
εὐρυχαίταν Διόνυσον I. 7.4
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εὐρυχαίταν Διόνυσον I. 7.4
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ευρυχαίτης — εὐρυχαίτης και εὐρυχαίτας, ὁ (Α) (επίθ. τού Διονύσου) αυτός που έχει ευρεία κόμη, μεγάλη κόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + χαίτη] … Dictionary of Greek